Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
Ο Σουλεϊμάν έχει μπει στη ζωή των Νεοελλήνων τον τελευταίο μήνα με αφορμή το τουρκικό σήριαλ με τον ομώνυμο τίτλο, που παίζεται από γνωστό ιδιωτικό κανάλι. Επειδή μεγάλη συζήτηση έχει αρχίσει για το τηλεοπτικό αυτό προϊόν, κάθισα να το παρακολουθήσω και ομολογώ ότι απογοητεύτηκα, γιατί είναι κυρίως ένα αισθηματικό παραμύθι, που κυρίως ασχολείται με τους έρωτες του σουλτάνου και τις ίντριγκες, τις ζήλιες και τις κόντρες που συνέβαιναν στο χαρέμι (άλλες αληθινές κι άλλες φανταστικές), παρά με την πραγματικότητα. Αν θέλεις να μάθεις ιστορία μέσα από αυτό θα απογοητευτείς. Γι’ αυτό θεώρησα σκόπιμο να παραθέσω τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν τον συγκεκριμένο σουλτάνο.
Ο Σουλεϊμάν ο Α΄, ο επονομαζόμενος μεγαλοπρεπής, υπήρξε σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1522-1566 μ.Χ. . Του δόθηκε ο τίτλος μεγαλοπρεπής γιατί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η αυτοκρατορία των Οθωμανών γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της. Μετά το θάνατό του άρχισε η σταδιακή παρακμή της.
Όταν ανέλαβε τα ηνία του τεράστιου κράτους του ήταν 28 ετών και διαδέχθηκε τον πατέρα του Σελίμ Α΄ (1512-1520), ο οποίος είχε καταλάβει τη Συρία και την Αίγυπτο. Ήταν μελαγχολικός και οξύθυμος σουλτάνος, με επιβλητικό παράστημα, ξερακιανό πρόσωπο και αετίσια μύτη. Όμως η άνοδος του Σουλεϊμάν σηματοδοτεί αλλαγή στη συμπεριφορά των Τούρκων Σουλτάνων απέναντι στους χριστιανούς και Εβραίους ραγιάδες. Περιγράφεται με εχθρικά αισθήματα απέναντι στους πληθυσμούς αυτούς και με φιλόδοξα σχέδια εναντίων των χριστιανικών κρατών της Δύσης.
Με γεμάτα ταμεία (3.000.000 χρυσά νομίσματα από τα οποία τα 1.200.000 από τον κεφαλικό φόρο), με στρατό πειθαρχημένο, τους σπαχήδες-φεουδάρχες να τον ακολουθούν παντού και πλαισιωμένος από αξιόλογους πασάδες (Πιρί, Μουσταφάς, Φερχάτ, Κασίμ, κ.α.) εκστρατεύει πρώτα και καταλαμβάνει το Βελιγράδι με σκοπό να το χρησιμοποιήσει ως ορμητήριο για την εκστρατεία του αργότερα εναντίον της Ουγγαρίας.
Κατόπιν στρέφεται εναντίον της Ρόδου, το τελευταίο προπύργιο του δυτικού κόσμου, που ανήκε στο Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών. Ήταν σε στρατηγική θέση το νησί των Ιπποτών, γιατί από εκεί περνούσαν τα εμπορικά πλοία και οι προσκυνητές της Μέκκας. Η κατασκευή καραβιών από τους Οθωμανούς προκάλεσε ανησυχία στους Δυτικούς. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι θα χτυπήσουν την Κύπρο, την Κέρκυρα, την Ιταλία, αλλά λίγοι πίστευαν ότι θα επιτεθούν εναντίον της Κύπρου. Παρόλα αυτά ο Μέγας Μάγιστρος του νησιού πήρε μέτρα για την προστασία του, όπως επισκευή οχυρώσεων, εκβάθυνση τάφρου προμήθειες για τις δύσκολες μέρες της πολιορκίας.
Ο Σουλεϊμάν στέλνει αλαζονική επιστολή στο Μέγα Μάγιστρο της Ρόδου, με την οποία του αναγγέλλει τη νίκη του. Στις 28 Ιουλίου 200.000 άνδρες (από τους οποίους 10.000 γενίτσαροι) με 280 πλοία άρχισαν την πολιορκία του νησιού. Οι υπερασπιστές της Ρόδου ήταν μόλις 5.000, από τους οποίους 600 Ιππότες και 400 Κρητικοί. Στις αρχές Σεπτεμβρίου και ενώ η Ρόδος κρατάει, οι κάτοικοι της Τήλου και της Νισύρου παραδίδονται στο Σουλτάνο και από τότε απέκτησαν προνόμια. Οι αποτυχημένες προσπάθειες των Τούρκων τους έκαναν να απογοητευθούν και να θέλουν να λύσουν την πολιορκία, αλλά «οι πληροφορίες ενός Αλβανού φυγάδα και το προδοτικό μήνυμα του ιππότη Andrea d’ Amaral έπεισαν τον Σουλεϊμάν να συνεχίσει την προσπάθειά του».
Οι Ιππότες έμειναν αβοήθητοι από τη Δύση, οι προμαχώνες έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές, οι απώλειες ήταν σημαντικές, αλλά συνέχιζαν την ηρωική αντίσταση, γιατί και οι Οθωμανοί είχαν προβλήματα, όπως ο καιρός («από τα τέλη Οκτωβρίου είχαν ανοίξει οι καταρράκτες του ουρανού») και οι μεγάλες απώλειες.
Ο Σουλεϊμάν στέλνει μήνυμα στους πολιορκημένους να παραδοθούν, ενώ με βέλη ρίχνει μέσα στην πόλη επιστολές, που τους υπόσχεται «καλή μεταχείριση, προνόμια και ατέλειες». Αν αρνούνταν τους απειλεί με σκληρά αντίποινα.
Τελικά τις 20 Δεκεμβρίου, αφού οι Οθωμανοί κυριεύουν το προτείχισμα των Ισπανών, οι Ιππότες δέχονται να παραδώσουν το κάστρο, αλλά με όρους όπως: να μείνουν άθικτες οι εκκλησίες, να μη γίνει παιδομάζωμα, οι χριστιανοί να θρησκεύονται ελεύθερα, να απαλλαγούν από τη φορολογία για πέντε χρόνια, και άλλα ευνοϊκά μέτρα που θα ανακούφιζαν κάπως τους υπόδουλους Ροδίτες. Τελικά, όμως, ο Σουλεϊμάν δε σεβάστηκε τη συμφωνία. Παραμονή των Χριστουγέννων του 1522 ξεχύνονται στους δρόμους και «προβαίνουν σε κάθε είδους αυθαιρεσίες». Άρπαξαν, κακοποίησαν, χτύπησαν, βίασαν, λεηλάτησαν σπίτια και εκκλησίες, μπήκαν ακόμη και στο Νοσοκομείο και «σήκωσαν τους δυστυχισμένους αρρώστους, τους έδειραν και τους πέταξαν έξω». Μπήκαν και στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, «όπου έσπασαν τους μεγαλοπρεπείς τάφους των μεγάλων Μαγίστρων και ξέθαψαν τα λείψανά τους αναζητώντας κρυμμένους θησαυρούς». Ιδιαίτερα «έψαχναν να βρουν τους ομοεθνείς τους χριστιανούς, γιατί θεωρούσαν μεγάλη ασέβεια και ιεροσυλία υπερβολική να έχει γίνει ένας Τούρκος χριστιανός». Ανήμερα των Χριστουγέννων μπαίνει και ο Σουλεϊμάν στη Ρόδο και προσεύχεται στο μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Ιωάννη, που το μετέτρεψαν σε τζαμί.
Με απώλειες 84.000 αντρών ο Σουλεϊμάν έγινε κυρίαρχος του νησιού και το εποικίζει με Τούρκους από τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, ενώ οι Ιππότες εγκατέλειψαν τη Ρόδο και εγκαταστάθηκαν στη Μάλτα.
Παράλληλα ο Σουλεϊμάν προσπαθεί να παγιώσει την κυριαρχία του στη Ρούμελη και το Μοριά, γιατί εκεί παρατηρούνταν αναταραχή εκείνο το διάστημα. Έτσι αποσπά από τους χριστιανούς σπαχήδες τα τιμάριά τους και καταπνίγει τις πιο επικίνδυνες εστίες αντίστασης στη Στερεά και κυρίως στα Άγραφα. Για να αντιμετωπίσει μάλιστα το ογκούμενο αντιστασιακό κίνημα χώρισε την Ελλάδα το 1537 σε πολλά αρματολίκια (ιδιαίτερα τις ορεινές περιοχές).
Το 1530 ο Σουλεϊμάν βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του και «έχοντας συναίσθηση της δύναμής του αρχίζει από τότε να γράφει στους χριστιανούς ηγεμόνες στην τουρκική γλώσσα». Φοβισμένη η Δύση δέχεται εκκλήσεις από τους σκλαβωμένους για βοήθεια (π.χ. οι Έλληνες της Θράκης λόγω των καταπιέσεων και των φορολογικών βαρών δεν κάνουν τίποτε άλλο «παρά να κλαίουν τη μοίρα τους»).
Το 1532 ο Σουλεϊμάν διακηρύσσει ότι αυτός είναι «ο κύριος όλου του κόσμου και η σκιά του Θεού στη γη» και αρχίζει τον πόλεμο εναντίον του μόνου ισχυρού αντιπάλου του στη Δύση, του Γερμανού αυτοκράτορα Κάρολου του Ε΄ που ήταν και βασιλιάς της Ισπανίας. Ο Κάρολος συμπράττει με τους Ιωαννίτες Ιππότες και τους Βενετούς και κυριεύουν Κορώνη, Πάτρα, Ρίο. Οι Έλληνες αυτών των περιοχών πήραν θάρρος και ξεσηκώθηκαν εναντίων των Τούρκων, αλλά οι Οθωμανοί άρχισαν τα αντίποινα στην Πελοπόννησο.
Το 1533 ο Σουλεϊμάν, επιστρέφοντας από μία εκστρατεία του στην Κεντρική Ευρώπη εναντίων των Γερμανών, «φαίνεται να μην είναι ευχαριστημένος και κακοποιεί μερικούς πληθυσμούς της Ελλάδας που τους υποπτεύεται για ανταρσία». Αναφέρονται τότε βίαιοι εξισλαμισμοί, σκληρό παιδομάζωμα, βαριά φορολογία, που εκτός από το χαράτσι, που είναι ένα δουκάτο για κάθε άντρα πάνω από 15 χρονών, τη δεκάτη στο κρασί και τα 2/15 στα δημητριακά και οι φόροι στα ζώα, είναι και οι δυσβάστακτοι έκτακτοι φόροι για πολεμικές ετοιμασίες.
Το 1533 ο Σουλτάνος είχε δύο μεγάλες επιτυχίες: πρώτα κατάφερε να πάρει με το μέρος του τον περίφημο τότε πειρατή Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσσα, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος στη Μεσόγειο και να τον κάνει αρχιναύαρχο του τουρκικού στόλου, υπό την ηγεσία του οποίου γράφτηκαν οι ενδοξότερες σελίδες του Οθωμανικού στόλου. Και δεύτερη επιτυχία ήταν η συμμαχία με τον βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκο τον Α΄ , ο οποίος μετά την ήττα από τον Γερμανό αυτοκράτορα στην Παβία το 1525, φοβισμένος και μην μπορώντας να αντισταθεί σ’ αυτόν στρέφεται στο ισχυρό Σουλεϊμάν. Υπέγραψαν προνόμια εμπορικά και θρησκευτικά για τους υπηκόους τους. Έτσι «ο χριστιανικώτατος βασιλεύς παρουσιάζεται ο πρώτος υπέρμαχος της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» θέτοντας τις βάσεις της «πατροπαράδοτης γαλλοτουρκικής φιλίας».
Με την κάλυψη του Γάλλου μονάρχη ο Σουλεϊμάν εκστρατεύει σε εδάφη του Καρόλου του Ε΄ . Έτσι κυριεύει την Αυλώνα στην Αδριατική θάλασσα και κάποια χωριά και πόλεις στην απέναντι Ιταλική χερσόνησο, το Βουθρωτό και μετά ο σουλτάνος έβαλε στόχο την Κέρκυρα, που την είχαν οι Βενετοί, για να τους εκδικηθεί για τις προσβολές της τουρκικής σημαίας. 29 Αυγούστου του 1533 περνά ο Σουλεϊμάν στο νησί με 25.000 στρατό και 50 πλοία. Ο τούρκος ιστορικός Χατζή Κάλφα αναφέρει ότι τα λεηλατημένα χωριά της Κέρκυρας έφτασαν τα 140 (π.χ. το χωριό Ποταμός). Τίποτε δεν έμεινε όρθιο στα προάστια μετά από τρία μερόνυχτα φωτιάς. Συνταρακτικές αφηγήσεις αναφέρουν από τη μια πλευρά την αγριότητα των Τούρκων και από την άλλη τους Βενετούς της πόλης να διώχνουν τα γυναικόπαιδα από το φρούριο για να αντέξουν οι πολιορκημένοι σε ενδεχόμενη μακρά πολιορκία.
Τις 11 Σεπτεμβρίου ο Σουλεϊμάν, μετά από συμβουλή των αξιωματικών του, λύει την πολιορκία της Κέρκυρας, γιατί έβλεπε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει το νησί. Κατά την αποχώρηση των Τούρκων «πλήθος από γέροντες σύρονται με βρισιές προς τα πλοία. Όσοι από αυτούς δεν μπορούσαν σφάζονταν. Το ίδιο πάθαιναν και όσοι αιχμάλωτοι αντιστέκονταν. Επίσης όσα ζώα θεωρούνταν χρήσιμα τα έπαιρναν. Όσα πάλι δεν μπορούσαν τα σκότωναν. Κι έτσι στην ακρογιαλιά ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί πτώματα ανθρώπων και ζώων». Οι Τούρκοι πήραν 20.000 χιλιάδες αιχμαλώτους, πλήθος από ζώα και λάφυρα. Ανάμεσα στους σκλάβους «και η εφτάχρονη Καλή Καρτάνου, που αργότερα έγινε η γυναίκα του γιου του Σουλεϊμάν, του Σελίμ». Η Κέρκυρα είχε υποστεί τεράστια καταστροφή σε πληθυσμό, δάση, καλλιέργειες, περιουσίες. Για πολλές δεκάδες χρόνια έμειναν «βουβοί μάρτυρες των καταστροφών. Επιστρέφοντας ο τουρκικός στόλος λεηλατεί Πάργα, Παξούς, Κεφαλληνία και σκλαβώνει 7.000 κατοίκους των Κυθήρων, πράγμα το οποίο προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά στο νησί, που ανήκε στους Βενετούς τότε. Στη συνέχεια καταλαμβάνει την Αίγινα, στην οποία σφάζουν, λεηλατούν και αιχμαλωτίζουν 5000 κατοίκους του νησιού. Ακολουθεί η Κέα με 1200 σκλάβους, η Πάρος με 6000 χιλιάδες σφαγές και αιχμαλωσίες, Νάξος, Μύκονος και άλλα μικρότερα νησιά των Κυκλάδων.
Το 1538 έρχεται η σειρά των Σποράδων. Αναφέρεται ότι «στις 17 Δεκεμβρίου του 1538 ο Γάλλος ναύαρχος Blancard» βρήκε ερημωμένη τη Σκιάθο. Νωρίτερα όμως, 14 Σεπτεμβρίου του 1537 άρχισε η πολιορκία του Ναυπλίου, που κατείχαν οι Βενετοί, και η πολιορκία κράτησε 3 χρόνια και 3 μήνες. Στις 21 Νοεμβρίου του 1540 οι Βενετοί παραδίδουν το Ναύπλιο και στις 24 τη Μονεμβασιά.
Η περίοδος μεταξύ των ετών 1540-1566 είναι ειρηνική. Ο Σουλεϊμάν είναι κατακτητής του μεγαλύτερου μέρους του τότε γνωστού κόσμου (από την Κεντρική Ευρώπη μέχρι την Αβησσυνία στην Αφρική και από την Αδριατική μέχρι τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην Ασία). Στην Κωνσταντινούπολη, όμως, επιτείνεται ο θρησκευτικός φανατισμός με αποτέλεσμα να κατεβάσουν το σταυρό από το θόλο του πατριαρχικού ναού της Παμμακαρίστου.
Τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του ο Σουλτάνος θέλει να τα ζήσει ήρεμα, χωρίς πολεμικές περιπέτειες. Με την πείρα και την εξυπνάδα του χειρίζεται με ικανότητα τη διοίκηση της αυτοκρατορίας του έχοντας ανεξάντλητους οικονομικούς πόρους. Με το «Κανούν σαχιμπί σουλτάν Σουλεϊμάν» καθορίζει τους κανόνες για τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους, με το «τεσριφάτ» ορίζει τους κανόνες για την αυλή, τα στρατόπεδα και τα δικαστήρια και, τέλος, για να δείξει το μεγαλείο του, κατασκευάζει το συγκρότημα Σουλεϊμανιέ-τζαμισί, που στοίχισε πολλά χρήματα.
Το 1566, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, θέλησε ο Σουλεϊμάν να καταλάβει τη Μάλτα, στην οποία, όπως είπα παραπάνω, είχαν καταφύγει οι Ιωαννίτες Ιππότες, γιατί ήταν αγανακτισμένος που χριστιανοί πειρατές έπιαναν αιχμάλωτους μουσουλμάνους προσκυνητές της Μέκκας. Δεν τα κατάφερε, αλλά «η ανικανοποίητη οργή του βρήκε ευκαιρία να διοχετευθεί σε έναν άλλο στόχο πιο κοντινό και πιο ασφαλή, τη Χίο, την οποία κατείχαν οι Γενουάτες. Την παραμονή του Πάσχα, 13 Απριλίου 1566 εμφανίστηκαν στο λιμάνι του νησιού και εύκολα κυριάρχησαν σ’ αυτό.
Λίγους μήνες μετά την κατάληψη της Χίου πεθαίνει ο Σουλεϊμάν ο Α΄ , ο Μεγαλοπρεπής (αρχές Σεπτεμβρίου του 1566), αναλαμβάνει ο μέθυσος γιος του Σελίμ ο Β΄ και ουσιαστικά αρχίζει από τότε η παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμος Γ΄ , Θεσσαλονίκη 1968.
Η Ρωξελάνα ή Ρωξελάνη ή Ρωζελάνα ηταν Ουγκρανή κόρη χριστιανού ιερέα, (η κατά κόσμον Αλεξάνδρα Λισόφσκα ) που κάποια ορδή Τατάρων την σκλάβωσε και βρέθηκε στο σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης.
Εκεί την αγόρασε ο Μεγάλος βεζίρης ο Ιμπραήμ και την πρόσφερε δώρο στη Βαλιδέ σουλτάν Χάφσα.
Την κάνανε πάραυτα μουσουλμάνα και πήρε το όνομα Χουρέμ (που σημαίνει χαμογελαστή) για το κέφι της και τις ικανότητές αφήγησης και εντάχθηκε στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας
Αν πιστέψουμε τον πρέσβη της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας στην Υψηλή Πύλη, η κοπέλα ήταν «νέα αλλά όχι ωραία, χαριτωμένη αλλά κοντή». Ο Σουλεϊμάν πάντως που είχε μόλις επιστρέψει από την πολιορκία του Βελιγραδίου όταν την είδε ανάμεσα στη μακριά σειρά από οδαλίσκες, τόσο μαγνητίστηκε από το έντονο βλέμμα και τα πυρρόξανθα μαλλιά της που διέταξε να του την ετοιμάσουν για το βράδυ.
Φαίνεται πως του άρεσε η πρώτη βραδιά μαζί της και την ζήτησε και την επομένη φορά και την μεθεπομένη και την ξαναμεθεπομένη παραμελώντας ένα χαρέμι τριακοσίων γυναικών
Ο κόσμος του χαρεμιού σε σύντομο χρονικό διάστημα ήρθε ο πάνω κάτω.
Η Μαχιντεβράν μια πανέμορφη ψηλή Αρναούτισα που είχε μετονομαστεί Γκιούλμπαχάρ (Ανοιξιάτικο Ρόδο,) και ηταν μητέρα του Μουσταφά, του μεγαλύτερου γιου του σουλτάνου και διαδόχου του , δεν άργησε να αντιληφθεί ότι ο σουλτάνος είχε σαγηνευτεί από τη νεοφερμένη στο χαρέμι και διαβλέποντας τον κίνδυνο να περάσει η ίδια σε δεύτερη μοίρα, ενώ ήταν η πρώτη που είχε τεθεί στην «υπηρεσία της Μεγαλειότητός του», άρχισε να της κάνει γυμνάσια κάποια μέρα μάλιστα της έγδαρε το πρόσωπο με τα νύχια αποκαλώντας την «προδότρια » και «βρομερό κρέας»
Λίγο αργότερα ο σουλτάνος κάλεσε την Ρωξελάνα να πάει κοντά του και αυτή πρωτάκουστα αρνείται
να εκτελέσει την επιθυμία του, λέγοντας πως ήταν ανάξια της εύνοιάς του, επειδή την είχαν αποκαλέσει
«βρομερό κρέας». Ο σουλτάνος ρώτησε, έμαθε τι είχε συμβεί είδε και το μουτράκι της Ρωξελάνας γδαρμένοκαι η Μαχιντεβράν εκδιώχθηκε αμέσως από το παλάτι.
Στην συνέχεια ο Σουλεϊμάν προσκολλάται ακόμα περισσότερο απάνω της αφήνοντας το χαρέμι του απότιστο.
Η Ρωξελάνα απέκτησε πολύ γρήγορα μεγάλη δύναμη οσο ποτέ άλλοτε γυναίκα στην ιστορία του οθωμανικού οίκου .
Και η δύναμή της αυξάνεται αφου σύντομα κάνει και γιο του Σουλειμάν τον Μωάμεθ και καπάκι τον Σελήμ και τον Βαγιαζήτ.
Η κυριαρχία της Ρωξελάνας
Ο γάμος τους έγινε στα 1534, περιγράφεται από τον Βρετανό παρατηρητή σερ Τζορτζ Γιανγκ:
«Η τελετή έλαβε χώρα στο παλάτι και ο γάμος γιορτάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα. Ο λαός πρόσφερε δώρα, τα σπίτια φωτίστηκαν και στολίστηκαν με γιρλάντες. Παντού έπαιζε μουσική, παντού γλεντούσανε, παντού χορεύανε. Στον βυζαντινό ιππόδρομο έγινε μια μεγάλη τελετή. Το θεωρείο της σουλτάνας και της ακολουθίας της ήταν καλυμμένο με επίχρυσα καφασωτά. Μέσα από αυτά η Ρωξελάνη παρακολουθούσε κονταρομαχίες, στις οποίες έλαβαν μέρος χριστιανοί ιππότες και μουσουλμάνοι αξιωματούχοι, νούμερα με ακροβάτες και ζογκλέρ και μια παρέλαση άγριων ζώων, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν οι καμηλοπαρδάλεις με τους μακρούς λαιμούς τους, που έφταναν μέχρι τον ουρανό...».
Και βέβαια αφου παντρευτήκανε η Ρωξελάνα έπρεπε να κοιτάξει και το μέλλον των παιδιών της .
Υπήρχαν τέσσερα αγόρια ο Μουσταφά, ο Μωάμεθ ο Βαγιαζήτ και ο Σελήμ.
Αυτά τα παιδιά μεγάλωναν σε ένα περιβάλλον το οποίο διαρκώς τα αξιολογούσε όσον αφορούσε
τις ικανότητές τους. Ο πρωτότοκος, ο Μουσταφάς ,είχε το κληρονομικό δικαίωμα να κυβερνούσε και μάλλον θα «θυσίαζε» τ' αδέρφια του. Ο Μουσταφά, γεννημένος το 1516, ήταν γιός της πρώτης σουλτάνας,της Μαχιντεβράν (Γκιούλμπαχάρ) . Αυτός προορίζετο να διαδεχθή τον πατέρα του. Δεν ήταν ένας τυχαίος άνδρας.
Είχε ισχυρή προσωπικότητα, ηταν αξιοσέβαστος, πολεμικότατος, και κατά τα λεγόμενα της εποχής εκείνης,είχε όλα τα προτερήματα του πατρός του χωρίς όμως τα ελαττώματά του. Είχε επιβληθεί στον στρατό, και λατρεύονταν από τον στρατό και τους γενιτσάρους. Επιπλέον τον αγαπούσε και ο πατέρας του (Το μέλλον της αυτοκρατορίας προβλέπετο λαμπρότατο, υπό την ηγεσία του… σύμφωνα με την τούρκικη βιβλιογραφία)
Αλλα ποια μάνα θα επιφύλασε τέτοιο τέλος στα παιδιά της . Ο Μουσταφάς σιγά σιγά διαβάλλεται και μια νύχτα με εντολή του Σουλειμάν στραγγαλίζεται με μεταξωτό μαντήλι απο κάποιον γενίτσαρο όπως ο άγραφοςνόμος όριζε για να μην χυθεί το βασιλικό το αίμα. Η αιτιολογία στους διαδρόμους του παλατιού ήταν ότι συνωμότησε εναντίον του πατέρα του.
Εκτός όμως απο τον Μουσταφά υπήρχε και κάποιος άλλος που στέκονταν εμπόδιο της Ρωξελάνας για να ελέγξει πλήρως τον "Μεγαλοπρεπή": Ο μεγάλος Βεζύρης Ιμπραήμ . Αυτός που πρωτοεντόπισε την Ρωξελάνα στο σκλαβοπάζαρο και την έδωσε στην μάνα του σουλτάνου .
Γεννημένος στην Πάργα το 1493, αιχμαλωτίστηκε από πειρατές, πουλήθηκε και κάποια στιγμή
κατέληξε στο παλάτι. Μιλούσε ελληνικά, περσικά, σερβοκροατικά και ιταλικά, κι έπαιζε λαούτο. Όταν τον γνώρισε ο νεαρός τότε πρίγκιπας Σουλεϊμάν, γοητεύτηκε. Οι δυο άντρες έγιναν στενοί φίλοι και μετά την ενθρόνιση του Σουλεϊμάν ο Ιμπραήμ ανελίχθηκε ταχύτατα στα υψηλότερα κρατικά αξιώματα, με αποκορύφωμα να γίνει μέγας βεζίρης το 1528. Υπήρξε ο μοναδικός στη μέχρι τότε οθωμανική ιστορία που είχε το δικαίωμα και την τιμή να έχει κρεμασμένες δίπλα στη σκηνή του έξι μαύρες αλογοουρές —το πολεμικό έμβλημα του σουλτάνου—, όσες και ο ίδιος ο σουλτάνος. Η οθωμανική κυβέρνηση είχε μεταβληθεί σε συγκυβέρνηση.
Στην προσωπική του ζωή, ο Ιμπραήμ ήταν παντρεμένος με τη Χατιτζέ, αδελφή του σουλτάνου. Την αγαπούσε αληθινά, ωστόσο, τις σεξουαλικές του ορέξεις τις ικανοποιούσε κι ένας σημαίνων έμπορος και διπλωμάτης, ο Αβίζε Γρίτι. Στο μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του, ο μέγας βεζίρης είχε τη σθεναρή υποστήριξη της πεθεράς του και μητέρας του σουλτάνου, Χαφσά, μιας δυναμικής γυναίκας που σπανίως έφευγε από το πλευρό του γιου της. Όταν πέθανε η Χαφσά, το 1534, μέσω του υπουργού Οικονομικών Ισκεντέρ Τσελεμπή κατηγορήθηκε ο Ιμπραήμ ότι ήθελε να μοιραστεί το σουλτανάτο, κι αυτή ήταν η αρχή του τέλους του μεγάλου βεζίρη.
Στις 15 Μαρτίου, ο Ιμπραήμ δείπνησε μαζί με το σουλτάνο, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι δύο άντρες, κι έπειτα κοιμήθηκε σ' ένα διπλανό δωμάτιο. Το επόμενο πρωί το πτώμα του βρέθηκε πεταμένο έξω από το παλάτι.
Τον είχαν στραγγαλίσει τη νύχτα.
Η εκτέλεσή του αποτελούσε επίδειξη δύναμης της Ρωξελάνας
Αυτή είναι η ιστορία της Ρωξελάνας της Βαλιντέ Χουρέμ της σκλάβας που έγινε αυτοκράτειρα
Mια ιστορία παράφορης αγάπης και δολοπλοκιών
Με τον Σουλεϊμάν έκανε άλλα δύο παιδιά τον Τζιχανγκίρ και την Μιχριμάχ.
Πέθανε στις 18 του Απρίλη το 1558 μάλλον απο καρδιά οκτώ χρόνια πριν τον σύζυγός της, που με τον θάνατό της βυθίστηκε σε μελαγχολία.
Το μαυσωλείο της είναι δίπλα σε αυτό του Σουλεϊμάν
Ο πρωτότοκος γιός της ο σεχζαντέ (διάδοχος) Μωάµεθ, πέθανε από ευλογιά στα 21 του χρόνια.
ο δευτερότοκος γιός της Σελήμ ανέβηκε στο θρόνο ύστερα απο πόλεμο δολοπλοκιών με τα αδέρφια του .
Ήταν λάτρης των απολαύσεων ενώ αδιαφόρησε πλήρως για τα στρατιωτικά.
Επηρεαζόταν εύκολα απο το χαρέμι του και το τάγμα των Γενιτσάρων.
Η θητεία του συμπίπτει με την απαρχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Επιχείρησε εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας, η οποία απέτυχε παταγωδώς και στη συνέχεια κυρίευσε την Υεμένη. Παρα τις προειδοποιήσεις του Βεζύρη Μεχμέτ Σοκόλη κατέλαβε τη Κύπρο, το 1571, σφάζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αυτή η κίνηση είχε σαν αποτέλεσμα να συνασπιστούν οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, δηλαδή η Ισπανία, το κράτος του Πάπα,η Γερμανική Αυτοκρατορία, η Βενετία και η Μάλτα, και στη ναυμαχία της Ναυπάκτου να καταστρέψουν τον Τουρκικό στόλο.
Απεβίωσε στις 12 Δεκεμβρίου του 1574 μέσα στο λουτρό του ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης.
Η τούρκικη ιστοριογραφία του έδωσε το παρωνύμιο «Μάστ», που σημαίνει μέθυσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου